Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

"Ανάπλους"

Φεύγω
πατώντας το πράσινο
χλευάζω την μοίρα πίσω μου
ντύνω με φως τα όνειρα
τον λατρευτό ανάπλου
την προσμονή των άλλων
την φευγαλέα κραυγή τους
την ευτυχία τους


κρατώ τις ρανίδες λεύτερες
και τα φτερά μου 'λιάγγιχτα
ελπίδες μου ανθόπλεχτες
την άνοιξη θα ’λώσω

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

"Η πανσέληνος της απουσίας"

Την άλλη όψη του φεγγαριού, την σκοτεινή, ελάχιστοι την λογίζουν. Ίσως ο φόβος, ίσως η ανασφάλεια, ίσως πάλι η άγνοια, κομίζουν δύσκολη την εξερεύνηση στις βαθύτερες ρωγμές και στους κρατήρες. Μα εκεί που στενεύει το όριο, εκεί στο δυσδιάκριτο φαίνεται η θέληση, η εφυία αν θες για το αδύνατο, για την συνύπαρξη της ιδέας, την όσφρηση του αόρατου συναισθήματος εντός της σχάσης.
Να βλέπεις το ολόγιομο όταν δε σε βλέπει, να του λες λόγια όταν δε σ'ακούει, να απλώνεις τα χέρια σου όταν φεύγει, να το ζεις στην απουσία του.
Ταξιδεύω με την πανσέληνο που λείπει, και με τις αισθήσεις μου συλλέγω την αύρα που άφησε πίσω της. Μπορώ να την τυλίξω επάνω μου, να χορέψω μαζί της, μπορώ να την ρουφίξω, μπορώ ακόμη καλύτερα να την βάλω σε γυάλινο μπουκάλι ως κορυφαίο άρωμα να την έχω πάνδα πλάι μου, μα πιότερο μπορώ να την ζεστάνω με την τριβή της ψυχής μου, έτσι όπως είναι γυμνή.
Η ψυχή όταν τρίβετε μαλακώνει και ανοίγοντας το σεντούκι με τα εργαλεία της γίνεται ο κατάλληλος μάστορας για την οποιαδήποτε ρωγμή, ακόμη και στον βαθύτερο κρατήρα.
Εργαλεία;
Ναι εργαλεία, όπως μια ματιά, ένα χαμόγελο, ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια λέξη, μια κουβέντα ψιθυριστή, ένα χάδι, και όλα αυτά μέσα από την σιωπή της, κάτι σαν μακρά παύση της ανάσας ως την επόμενη, σε χρόνο όμως ταυτόσημο της κυκλικής αίσθησης του έρωτα που προσπαθεί να εγκαταλείψει την ύπαρξη του, την νύχτα της ανάστασης του.
Ετούτη η σιωπή, η συνοδοιπόρα εντός της απουσίας, παίρνει αξία αντιστρόφως ανάλογη του κενού που ηθελημένα άδειασε.
Έτσι λοιπόν δεν άντεξα και έβγαλα το χνάρι της ψυχής μου, το άπλωσα απαλά-μην την ξυπνήσω-πάνω στην άλλη όψη της σελήνης μου, και ήταν ολόιδιο, μα τόσο ίδιο που δεν μπόρεσα να το ξαναφέρω πίσω.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

"Στο παραθύρι του Οκτώβρη"

Οκτώβρης, και τα αποδημητικά ήδη τα φύσηξε ο βοριάς στο νότο. Ερήμωσε εν μέρη ο ουρανός αλλά το κενό γιόμισε με πορτοκαλόγκριζες ανταύγειες σχεδόν κάθε δείλι. Αυτό το δείλι μελετούν οι του έρωτα παθόντες χωρίς σχόλια. Μόνο χαμόγελα ψυχής και ρωτήματα. Ερωτήματα υγρά γκρίζα ζωντανά, άλλοτε πλυμένα με δάκρυ κι άλλοτε με χυμό από συναισθήματα ανόθευτα, να δίνουν την δική τους φευγαλέα εξήγηση για την ευδαιμονία του δειλινού, για την άλωση του έρωτα.
Άλωση του έρωτα, μεγάλη κουβέντα από που να την πιάσεις να μην πληγωθείς, από πού να την πιάσεις να μην ευχαριστηθείς. Δεν το'χει ο νους μου να φλυαρεί για την καρδιά, μα ξέρει το μονοπάτι να πάει να έρθει. Στο διάβα του μαζεύεις ότι χρήσιμο μα δεν πλησιάζεις στα γκρέμνα, τα βλέπεις μαγεύεσαι σιωπάς, ώσπου να φτάσει η ώρα να γίνεις πετούμενο αν μη τι άλλο αγριμόφτερο. Τότε μόνο αγγίζεις το κενό και αφήνεις το ρέμα να σε βγάλει στα σούρουπα.
Ετούτα τα σούρουπα λοιπόν έρχονται ξανά και ξανά είτε σαν εικόνες είτε σαν αναμνήσεις να ντύσουν το χρόνο που περνά, την πεθυμιά του ονείρου, να πάρουν μέτρα για την ερχόμενη άνοιξη, να εκκινήσουν για να ξαποστάσουν. Σκιές του τώρα αχτίδες του ύστερα.
Κάποιοι λοιπόν ψάχνουν ένα παγκάκι να γείρουν, όχι όποιο κι όποιο μα το κατάδικο τους παγκάκι, εκείνο που κρατεί το άρωμα της σάρκας τους, το άρωμα της ψυχής τους. Κάποιοι άλλοι πάλι μετρούν του φλοίσβου τις ρυτίδες καθώς σχηματοποιούν τις αναμνήσεις τους νοσταλγώντας τα αποδημητικά τους.
Και η μαγεία της εποχής στον καθρέπτη της άνοιξης, μοιρολογεί τις πληγωμένες ψυχές πρότερα, μα ύστερα τρέχει να ερμηνεύσει τον λόγο για τούτο το συναπάντημα. Κι ο λόγος όσο κι αν φαίνεται τρανός άλλο τόσο στοιχειωμένος είναι, μιλημένος να πλανέψει τις ψυχές με την βοήθεια του δειλινού και του φλοίσβου, τώρα που λείπουν και τα αποδημητικά.
Και πως είναι να γροικάς τον έρωτα; με ρώτησε μια ψυχή.
-Η ανάσα, η ματιά, το άρωμα, ξέρουν μα δε μιλούν, γιατί είναι σαν να σφαλίζεις τον έρωτα, γιατί τα μυστικά του πρέπει να λάμπουν, να ξεδιπλώνουν στα δειλινά που σέρνουν ξωπίσω τους τα αποδημητικά.
Μάλιστα, τώρα μιλάς καθαρά, την άκουσα να λέει, τόσο που αποκοιμήθηκα αχνά μέσα στην φρεσκάδα του ονείρου μου.....


Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

" Ταξίδι η στίλβη "

Τούτο το γνωστό σούρουπο με τυρανούσε από παλιά. Το θυμάμαι απ' τα παιδικά μου σαν τώρα, πάνω στ' ακροθαλάσσι να περιμένω να βγει το ολόγιομο του Αυγούστου ποίημα, καταμεσής της θάλασσας ν' ανάψει το μονοπάτι του να χαθώ. Πολλές φορές ήμουν εκεί απέναντι. Η μνήμη όμως όπως και τότε, με βασανίζει ακόμη στην μοιρασιά της αίσθησης που ήθελα να χαρώ, στην αρχή με φίλους κι αργότερα με μια αγκαλιά μοναδική. Και τούτη η αγκαλιά πολλές φορές ήρθε κι έφυγε, μα ποτέ δε με γιόμισε την αξεπέραστη αυτή νύχτα, μια νύχτα δίχως αύριο, δίχως χθες. Κάτι το έχει η πέτσα μου αυτή τη διαολεμένη νυχτιά και δε λιώνει. Και καθώς συλλογιέμαι το μονοπάτι που ασημίζει απ' το πουθενά, δε μένει παρά μονάχα το όνειρο, η ελπίδα της μετέπειτα χαράς ως σκέψη παρά ως παρών.
Να σου λοιπόν η στίλβη να μου γνέφει. Γονατιστός χαϊδεύω την άκρη της ψηλαφώντας τις μπροστινές κουκκίδες άμμου, κι αφήνω το βλέμμα μου αψηφώντας την μοναξιά, να νιώσει το μονοπάτι της. Θα μουν τυχερός αν τούτη η θαμπάδα στίλβωνε την σκουριασμένη ψυχή μου.
Αυτό είναι, κάθε που ανταμώνω το φέγγος, το φέγγος μου, με όποιο τρόπο κι αν με βλέπει, σε όποια νύχτα κι αν λουφάζει, ο νους μου αναγνωρίζει μόνο το γιόμα τ' Αυγούστου. Και Αύγουστοι ουκ ολίγοι με χαιρέτισαν, μου βγάλανε εισιτήριο δίχως επιστροφή μα ποτέ δεν έφτασε στα χέρια μου. Το μόνο εισιτήριο που έχω, είναι για να φυγαδέψω το όνειρο σε μια ψυχή, σε ένα νησί που ταξιδεύει.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

"Δανεική σκιά"

Μεθυσμένες ξερολιθιές από ήλιο
με φλέβες τραχιές σαν τον έρωτα
πόσες χιλιάδες ήλιο θε για να στρώσουν

παίδεψα το σκαρί μου στο φως
κούρσεψα της ψυχής το σκοτάδι
μια φυλακή μια λέξη δίχως χάδι

στη σκιά σου γράφω ένα στίχο
ψάχνω το νυχτολούλουδο που ανθεί την μέρα
να ξεδιψάσω θέλω στην ανάσα σου

μα ετούτη η ανάσα με κυριεύει
θέλεις το όνειρο για ρότα
ή ένα φιλί με ένα κερί σε μια τραμπάλα



Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

"Διάφανος"

Κάποιες στιγμές έχω την ανάγκη να δω κάτι το εξαιρετικά αγνό. Θα ήθελα να το δω μπροστά μου, ή να κλείσω τα μάτια και να το φανταστώ, ή ακόμη να το δω στο πιο κρυφό μου όνειρο κι ας μη το θυμάμαι.
Συνήθως το αγνό αναφέρεται στο λευκό, εμένα όμως μου πάει το μαύρο. Είναι αυτό που δένει με τον ψυχισμό μου, μόνο και μόνο γιατί είναι το ισόβαρο της νύχτας, μιας νύχτας δίχως άστρα και μπούσουλα, άχρωμης άοσμης άηχης, κενής. Έτσι την έχω ταχτοποιημένη στο νου μου, για να μπορώ να την πλάσω στο καρδιοχτύπι της ξελογιάστρας ρυθμικά.
Ρυθμός, μαγική λέξη, κολακεύει κάθε τι στεγνό, αλλά και καθορίζει τα ανάμεσα άχωρα συναισθήματα για να προβάλει το μετά. Το ουσιώδες ετούτο έναυσμα το μεταδίδω-μεταπαίρνω αλλά και το μεταπερνώ ισορροπημένο στο επτάγραμμο των αισθημάτων, έτσι απλά για να αποδειχθεί ότι ο έρωτας είναι εφτάψυχος, άρα σημαδιακός και ολοκληρωτικά συναισθηματικός.
Στις υπέροχες στιγμές λοιπόν που εξιτάρουν τις αισθήσεις μου, τοποθετώ δυο μάτια μπροστά από τα δικά μου, όχι όποια κι όποια αλλά τα δικά σου μάτια, να δεις να δω. Και κάπου εκεί η κορύφωση της πρώτης αχτίδας, αποστέλλει στην ψυχή το χαμόγελο που της έλειπε τόσο καιρό, το χαμόγελο σου. Προσπαθώ να συλλάβω το χρώμα που δεν υπάρχει πίσω από τα μάτια σου. Είναι διάφανο σαν το νερό που κολυμπάς  πριν ξυπνήσεις. Ώστε έτσι μονολογώ, το κρατάς σκόπιμα διάφανο καθάριο, για να το λερώσω γλυκά με τις αισθήσεις μου. Όχι όχι μη ξυπνήσεις, την καλημέρα μου δεν θα την γευτείς πριν φύγω, αφού ακόμη και το όνειρο περιμένει τον ιχνηλάτη που θα σε φέρει στο μονοπάτι της ψυχής μου.
Από μακριά συλλαβίζω το όνομα σου, κι αυτό γίνεται στίχος. Θα ήθελα να με αγγίξεις, όπως οι πρώτες νότες του πρώτου αηδονιού, που ακούσαμε αγκαλιά εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα σαν κόπασε η τρικυμία. Τώρα ξέρω γιατί ζω την νύχτα, αφού τα χρώματα που δεν βλέπω, τα νιώθω μέσα στο μελαχρινό σου καταφύγιο.
Καταφύγιο, λιμάνι, φωλιά, εσάρπα, ένα πλεχτό ζεστασιάς ανοιξιάτικης όμοια με αυτήν που φέρνουν τα αποδημητικά από το νότο. Και η μνήμη να αχρηστεύεται επιλεκτικά, για να άρει τυχόν ραγάδες που θα αφήσουν πίσω τους τα φτερωτά, εκτός κι αν βαφτιστούν εντόπια.
Μνήμη χαμογελαστή συνταξιδιώτισσα στον έρωτα, καθότι η άλλη η αγέλαστη μόνο έχθρα νυμφεύεται.
Κι εσύ είδωλο μου στο κατόπι του έρωτα λυγάς, για να αποτυπώσεις με το φιλί σου το εσωτερικό μου εκμαγείο, να κλέψεις τον κόσμο μου, για να μου τον χαρίσεις όταν σου λείψω, ως διάφανο.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

"Νυχτιάς κρίνα"

Τα ανοιξιάτικα βράδια φιλοξενούν την ανασφάλεια της ημέρας, κι ύστερα καταλήγοντας στο μεταίχμιο της αυγής στάζουν δάκρυα που θα τα νιώσει η μέρα θα ποτιστεί κι αν έχει την πνοή των κρυφών πόθων θ'ανθίσει.
Παρόλα αυτά εκείνο που βλέπω ν'ανθίζει είναι η μεταβλητότητα της ψυχικής διάθεσης, καθώς κονταροχτυπιέται με τα ασταθή καιρικά χάδια της εποχής, φτιάχνοντας έναν καμβά που ο καθένας θα ζωγραφίσει με τις δικές του χρωματικές και μη σκέψεις.
Παίρνει λοιπόν η ψυχή το πινέλο της, στύβει τα χρώματα που της απέμειναν και φτιάχνει κάτι περίεργα αφηρημένο, με εκτόπισμα ευλύγιστου συναισθήματος και θέσεις αναμονής για αποταμίευση γιατρικού, που θα χρειαστεί σε κάθε χαρακιά γραμμένη από το μελάνι του έρωτα.
Γυρνάω κι εγώ τον καμβά ανάποδα και τι να δω, η αγάπη φλερτάρει με τον έρωτα, η λογική με το πάθος κι όλα μαζί βασανίζουν ασταμάτητα την ψυχή, την βιάζουν την χαϊδεύουν την δροσίζουν την καίνε την κλωτσάνε την φιλούν την ματώνουν την αγκαλιάζουν.
Πάντα είχα μια αδυναμία στα ανοιξιάτικα κρίνα. Είναι η ίδια αδυναμία που αυγατίζει τον γρίφο της μέθης για την λύτρωση των άκρων. Ωστόσο καθώς τα βλέπω να ζωντανεύουν στον πρωινό ήλιο με την πάχνη να μαλακώνει τους έντονους χρωματικούς τόνους, συλλαμβάνω την αίσθηση ότι το άρωμα είναι το άγγιγμα της πιο θερμής πρωινής αχτίδας στην καρδιά που ψάχνει τον χιτώνα της.
Όσο σπουδαίο το άγγιγμα της φύσης, άλλο τόσο και το αέναο της ψυχής, τούτο το χορταστικό πήγαινε έλα στους νόμους του χάους.
Και οι καρποί της αναζήτησης είναι που με κάνουν να μεταμφιέζομαι σε φυσαλίδα από το αλφάδι του έρωτα, μη μπορώντας να ισορροπήσω στις μουσκεμένες από το δάκρυ ψυχές, που βιώνουν τον πόνο με ένα χαμόγελο ή με ένα καυτό χάδι, ή άλλοτε πάλι με μια λέξη που κυλά ίσαμε τις ρωγμές των χειλιών και δεν ελευθερώνεται στο φως να πετάξει να χαθεί.
Πόνος εκούσιος απίστευτα εθιστικός αλλά αντρίκιος, πόνος βράχος σκαμμένος από την τρικυμία της άνοιξης, ηλιοκαμένος από την λάμψη τούτων των ανοιξιάτικων λουλουδιών, που καρτερούν το χέρι που δεν θα τα κόψει.....

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

"Καστανόξανθη καλημέρα"

Ο πρωτάρης καφές ο γνωστός "της καλημέρας" έχει την καθημερινή του θέση εκεί πάνω στον παλιό πάγκο τον διάτρητο τον σαρακοφαγωμένο. "Δουλειά του" λέει είναι να μαγνητίζει καλοπροαίρετα με το άρωμα του την κουρασμένη υπνωτισμένη μνήμη μου, που δεν έχει τίποτε άλλο να ζηλέψει η έρμη εκτός από τούτο το σαράκι του πάγκου, μιας και έχει γίνει κι αυτή διάτρητη συν το χρόνω.
Αναρωτιέμαι αν το χαλαρό της μνήμης λειτουργεί, σαν φίλτρο παρόμοιο με την τύρφη που καθαρίζει το απόσταγμα και βαστά τα κορυφαία αρώματα προς ιδίαν χρήση ή σαν την κινούμενη άμμο που παρασέρνει ότι βρει στο κατόπι της και το διασύρει έως τα έγκατα.
Τι κι αν ο Κύκλωπας έχει ένα μάτι, ο καφές και δη ο πρωινός έχει πάμπολλα ώστε να παίρνει ανάσα από δαύτα. Απίθανα μικρά ματάκια που σε διαβάζουν με ευκολία την ώρα που τον απολαμβάνεις μέσα κι έξω από τον κόσμο σου.
Γιατί δεν αργεί η στιγμή που πρωτορουφάς ξέγνοιαστα χορταστικά γιομάτα έμπνευση κι ας καίγεσαι, καθώς τα βλέπεις ένα ένα ή πολλά μαζί ντυμένα φουσκάλες να χορεύουν βαλςάμικο ταγκό στην κατηφορική πίστα της ψυχής σου.
Φυσικά και "τα έχω" με τις φουσκάλες με τούτα τα μικρά συμπαθητικά πλασματάκια που αραδιάζω μέσα μου κάθε πρωί σαν ναρκωτικό, έχοντας κάμει σκληρή προσπάθεια να τα διαβάσω πιο πριν να δω τι έχουν να μου σύρουν αλλά, που η αποτυχία της ανάγνωσης τους δεν με προειδοποιεί ποτέ. Αντιθέτως εκείνα κυλάνε φωλιάζουν χτίζουν μέσα μου καθημερινά, κάνοντας ένα ταξίδι στον εσωτερικό μου κόσμο ψάχνοντας να απελευθερώσουν τα μυστικά μου. Αυτά με "βλέπουν" εγώ όχι.
Διαρκή πάλη του μυαλού με το άρωμα, που ξεκινάει από απλή χαμογελαστή κουβεντούλα, συνεχίζει σε ευχάριστο παιχνιδάκι άκακο σαν τα επιτραπέζια, μα στο τέλος πάντα καταλήγει σε σκληρή μάχιμη δοκιμασία με χωρίς νικητή. Είναι ο διάλογος της πρωινής απαίδευτης καθάριας ψυχής ύστερα από την αφαίμαξη της νύχτας, με στοχαστικές εναλλαγές συναισθημάτων, να παίρνουν νέες φόρμες σκέψης για το δύσβατο της ημέρας και χαμόγελο πάνω από όλα, το πιο ελπιδοφόρο καύσιμο για το ταξίδι.
Καφές λοιπόν ελληνικός ντόμπρος ξανθός ζεματιστός στο καυτό μπρίκι, με το κουταλάκι αναδεύοντας να κελαηδά στο μέταλλο, βγάζοντας έναν υγρό μεστό αρωματισμένο ήχο σαν νότες πρωινής καμπάνας απόκρημνου μοναστηριού, που αναγγέλλει την έλευση της νέας ημέρας του νέου φωτός της νέας αύρας.

Πρωινός καφές

Στον πρωινό καφέ
ακονίζω σκέψεις
οργώνω κύματα
να περάσω απέναντι

στο άρωμα διαλύω τα όνειρα
στη ζάχαρη τη νύστα
στις φουσκάλες τις χρυσές
τους εφιάλτες πνίγω

ο καναπές μου συντροφιά
πλάι στο τζάμι
χειραφετώ τις ώρες μου
πυξίδα ν'αγοράσουν

με μια γουλιά να κουμπωθώ
με δυο να επιστρέψω
με το φλιτζάνι αδειανό
να ξαναζωντανέψω

Απορίας άξιον, καφές μοναχικός για να γλυκάνει το έμπα ή συντροφικός για να καρπίσει το μετά.....



Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

"Το νησί που ταξιδεύει"

Η "Ιθάκη" ανέκαθεν μου δημιουργούσε ένα δέος με το "ταξίδι της".....ένα δέος φτιαγμένο από το πούσι των συναισθημάτων, της αισθαντικότητας, του πάθους, της γόνιμης σκέψης για την ζήση ώστε να μη δέσω ποτέ στο λιμάνι της.....
Ταξίδι "αλαργινό" και μάλιστα μετουσιωμένο κυρίως με τους δυο από τους τέσσερις πόλους του κύκλου. Την άνοιξη και το φθινόπωρο όπου όλα είναι "τρεχαλητά" σε σχέση με το δίπολο χειμώνα-καλοκαίρι όπου η στιβαρότητα περισσεύει. Κι όταν λέω "όλα" δεν αναφέρομαι σε τίποτε λιγότερο από εκείνο το εκρηκτικό μείγμα που απαντάται στον άυλο κόσμο της ψυχής.
Ψυχή που τρέχει και δεν φτάνει, που ζει για την κίνηση για ν'ανασάνει, να ρουφήξει ν'απολαύσει να μουσκέψει να στεγνώσει ν'αφουγκραστεί να κελαηδήσει, να.....
Τα αισθητήρια λοιπόν στο λίκνο της αέναης παρόρμησης ταυτίζονται με τις εξωτερικές οσμές, και στην πορεία αναμειγνύονται δίνοντας κάτι τόσο νέο και σφριγηλό, που μαγνητίζει όλα τα τριγύρω του ασταθή και μη, μεταλλάσσοντας τα.
Άνοιξη γαρ εν προκειμένω για την ψυχή, μα θέσφατο εν παρόδω για την πλήρη αποκατάσταση ισορροπίας και ευδαιμονίας της, έως και στα βαθύτερα στρώματα της, εκεί όπου κουρνιάζει η αταξία.
Η αταξία του ταξιδιού του ταξιδευτή του επιβάτη του "άλλου", η αταξία της θάλασσας του μπούσουλα του ονείρου της νυχτιάς, η αταξία εντέλει του φάρου του λιμανιού του προορισμού, του ίδιου του στόχου που δεν είναι άλλος από.....
"Το νησί που ταξιδεύει" είναι η δική μου Ιθάκη που δε θα ήθελα να αισθανθώ ποτέ.....