Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

"Η πανσέληνος της απουσίας"

Την άλλη όψη του φεγγαριού, την σκοτεινή, ελάχιστοι την λογίζουν. Ίσως ο φόβος, ίσως η ανασφάλεια, ίσως πάλι η άγνοια, κομίζουν δύσκολη την εξερεύνηση στις βαθύτερες ρωγμές και στους κρατήρες. Μα εκεί που στενεύει το όριο, εκεί στο δυσδιάκριτο φαίνεται η θέληση, η εφυία αν θες για το αδύνατο, για την συνύπαρξη της ιδέας, την όσφρηση του αόρατου συναισθήματος εντός της σχάσης.
Να βλέπεις το ολόγιομο όταν δε σε βλέπει, να του λες λόγια όταν δε σ'ακούει, να απλώνεις τα χέρια σου όταν φεύγει, να το ζεις στην απουσία του.
Ταξιδεύω με την πανσέληνο που λείπει, και με τις αισθήσεις μου συλλέγω την αύρα που άφησε πίσω της. Μπορώ να την τυλίξω επάνω μου, να χορέψω μαζί της, μπορώ να την ρουφίξω, μπορώ ακόμη καλύτερα να την βάλω σε γυάλινο μπουκάλι ως κορυφαίο άρωμα να την έχω πάνδα πλάι μου, μα πιότερο μπορώ να την ζεστάνω με την τριβή της ψυχής μου, έτσι όπως είναι γυμνή.
Η ψυχή όταν τρίβετε μαλακώνει και ανοίγοντας το σεντούκι με τα εργαλεία της γίνεται ο κατάλληλος μάστορας για την οποιαδήποτε ρωγμή, ακόμη και στον βαθύτερο κρατήρα.
Εργαλεία;
Ναι εργαλεία, όπως μια ματιά, ένα χαμόγελο, ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια λέξη, μια κουβέντα ψιθυριστή, ένα χάδι, και όλα αυτά μέσα από την σιωπή της, κάτι σαν μακρά παύση της ανάσας ως την επόμενη, σε χρόνο όμως ταυτόσημο της κυκλικής αίσθησης του έρωτα που προσπαθεί να εγκαταλείψει την ύπαρξη του, την νύχτα της ανάστασης του.
Ετούτη η σιωπή, η συνοδοιπόρα εντός της απουσίας, παίρνει αξία αντιστρόφως ανάλογη του κενού που ηθελημένα άδειασε.
Έτσι λοιπόν δεν άντεξα και έβγαλα το χνάρι της ψυχής μου, το άπλωσα απαλά-μην την ξυπνήσω-πάνω στην άλλη όψη της σελήνης μου, και ήταν ολόιδιο, μα τόσο ίδιο που δεν μπόρεσα να το ξαναφέρω πίσω.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

"Στο παραθύρι του Οκτώβρη"

Οκτώβρης, και τα αποδημητικά ήδη τα φύσηξε ο βοριάς στο νότο. Ερήμωσε εν μέρη ο ουρανός αλλά το κενό γιόμισε με πορτοκαλόγκριζες ανταύγειες σχεδόν κάθε δείλι. Αυτό το δείλι μελετούν οι του έρωτα παθόντες χωρίς σχόλια. Μόνο χαμόγελα ψυχής και ρωτήματα. Ερωτήματα υγρά γκρίζα ζωντανά, άλλοτε πλυμένα με δάκρυ κι άλλοτε με χυμό από συναισθήματα ανόθευτα, να δίνουν την δική τους φευγαλέα εξήγηση για την ευδαιμονία του δειλινού, για την άλωση του έρωτα.
Άλωση του έρωτα, μεγάλη κουβέντα από που να την πιάσεις να μην πληγωθείς, από πού να την πιάσεις να μην ευχαριστηθείς. Δεν το'χει ο νους μου να φλυαρεί για την καρδιά, μα ξέρει το μονοπάτι να πάει να έρθει. Στο διάβα του μαζεύεις ότι χρήσιμο μα δεν πλησιάζεις στα γκρέμνα, τα βλέπεις μαγεύεσαι σιωπάς, ώσπου να φτάσει η ώρα να γίνεις πετούμενο αν μη τι άλλο αγριμόφτερο. Τότε μόνο αγγίζεις το κενό και αφήνεις το ρέμα να σε βγάλει στα σούρουπα.
Ετούτα τα σούρουπα λοιπόν έρχονται ξανά και ξανά είτε σαν εικόνες είτε σαν αναμνήσεις να ντύσουν το χρόνο που περνά, την πεθυμιά του ονείρου, να πάρουν μέτρα για την ερχόμενη άνοιξη, να εκκινήσουν για να ξαποστάσουν. Σκιές του τώρα αχτίδες του ύστερα.
Κάποιοι λοιπόν ψάχνουν ένα παγκάκι να γείρουν, όχι όποιο κι όποιο μα το κατάδικο τους παγκάκι, εκείνο που κρατεί το άρωμα της σάρκας τους, το άρωμα της ψυχής τους. Κάποιοι άλλοι πάλι μετρούν του φλοίσβου τις ρυτίδες καθώς σχηματοποιούν τις αναμνήσεις τους νοσταλγώντας τα αποδημητικά τους.
Και η μαγεία της εποχής στον καθρέπτη της άνοιξης, μοιρολογεί τις πληγωμένες ψυχές πρότερα, μα ύστερα τρέχει να ερμηνεύσει τον λόγο για τούτο το συναπάντημα. Κι ο λόγος όσο κι αν φαίνεται τρανός άλλο τόσο στοιχειωμένος είναι, μιλημένος να πλανέψει τις ψυχές με την βοήθεια του δειλινού και του φλοίσβου, τώρα που λείπουν και τα αποδημητικά.
Και πως είναι να γροικάς τον έρωτα; με ρώτησε μια ψυχή.
-Η ανάσα, η ματιά, το άρωμα, ξέρουν μα δε μιλούν, γιατί είναι σαν να σφαλίζεις τον έρωτα, γιατί τα μυστικά του πρέπει να λάμπουν, να ξεδιπλώνουν στα δειλινά που σέρνουν ξωπίσω τους τα αποδημητικά.
Μάλιστα, τώρα μιλάς καθαρά, την άκουσα να λέει, τόσο που αποκοιμήθηκα αχνά μέσα στην φρεσκάδα του ονείρου μου.....