Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

"Του αγέρα"

Ξεστράτισε ο κρύος αγέρας και γύρισε στα μέρη μας να πάρει ότι ζέστη μας απέμεινε στην ψυχή. Όχι προσωπικά δεν θα του κάμω την χάρη. Ο καθένας έχει μια φλογίτσα μέσα του που την κρατά αναμμένη για τις δύσκολες ώρες, για να φωτίσει τα σκοτάδια του, να ζεστάνει την όποια αγκαλιά του απέμεινε, να στεγνώσει τα δάκρυα όταν κυλάνε απ' τις πληγές, να...
Η φλόγα είναι η μαγιά του καλοκαιριού στο καταχείμωνο, είναι το δόλωμα της ημέρας για να φυλακίσει την νύχτα, το απαλό χάδι του πόθου στον έρωτα, το ανθισμένο νυχτολούλουδο στην καρδιά του μεσημεριού, είναι το είδωλο δίχως καθρέπτη, είναι...
Όχι λοιπόν κύριε αγέρα, δεν σου δίνω την φλόγα μου, μπορείς να πάρεις οτιδήποτε άλλο.
Να πάρε το μοναχικό μου βλέμμα το άδολο, που συλλαμβάνει τις αχτίδες σαν παλιό φιλμ σέπιας στο μυαλό, κάθε πρωιναπόγευμα κάπου εκεί στο μεταίχμιο του ημίφους. Άλλες φορές θολό, άλλες λαμπερό, άλλες στερημένο, άλλες χορτάτο μα πάνδα αγνό, πάρε το σου λέγω δεν με πειράζει, θα βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου.
Δε σου κάμει ; Ε να τότε, πάρε το φιλί μου, δισύλλαβο αλλόκοτο που σκορπά αλλότριες υποσχέσεις σε υγρά υποταγμένα χείλη, καημός ανάρπαστος, φιλήδονη δαγκωματιά στο γείσο καυτού χαμόγελου, λυσσασμένος χείμαρρος στην κάψα της ερήμου, οιωνός ευπρόσδεκτος στην καθημερινή σιέστα, πάρε το απλόχερα σου λέγω, θα φιλώ με την αισθαντικότητα της καρδιάς μου.
Και μη μου πεις ότι δε σου κάμει κι αυτό ; Ε τότε πάρε την αγκαλιά μου, τρανή γέφυρα όπου περνούν μαγεμένες οι ψηλοκάπουλες κορασίδες, ατίθασες με αλαβάστρινα ματόκλαδα και ορφανεμένες ρώγες, σαλεμένες απ' το ραβδί της νυχτιάς, να αναβοσβήνουν το διχτυωτό τους χαμόγελο και να κροτούν τις γόβες τους στο σκυθρωπό πλακόστρωτο, ανακατώνοντας τα πεσμένα χρυσόφυλλα, πάρε την σου λέγω, θα αγκαλιάζω με το συναίσθημα όπου έχω βαθιά μέσα μου.
Μήτε κι αυτή σου κάμει ; Ε τότε να σου δώσω την λαλιά μου τους ήχους μου τις λέξεις μου, ολάκερο οπλοστάσιο καλά κρυμμένο σε αθίγγανο τσαντίρι, εποχούμενη βιβλιοθήκη με νοήματα και λεξικά και γραμματικές και τόμους ολόδετους με ρυτίδες αιώνιου σφιξίματος, να μπαινοβγαίνουν στα εσώψυχα σαν τον αγέρα στις ταλαιπωρημένες κουφάλες υπεραιωνόβιων πλατύφυλλων.
Αγέρα είπα ; δηλαδή σαν κι εσένα να μπαινοβγαίνεις μέσα μου δίχως τσίπα και ύστερα να έρχεσαι και να μου ζητάς το κάτι τις ;
Τελικά είσαι πολύ αδύναμος για μένα, τελικά το μόνο που καταφέρνεις είναι να δίνεις πνοή στα όνειρα μου μήπως και πετάξουν, μήπως και τα πάρεις μακριά εκεί που ζεις, στο πουθενά, ίσως τελικά να ήρθες γι' αυτό, ίσως.....

 

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

"Το χαμόγελο της φυσαλίδας"

Η αίσθηση της κάθε ημέρας και νύχτας διαφορετική, ξεδιπλώνει τον χαραχτήρα του χαμόγελου και της θλίψης αμφότερα με τις δοκιμασίες της σκέψης και του συναισθήματος, πλάθοντας ανακατατάξεις και διαρροές ισορροπίας στην ψυχοσύνθεση του ατόμου, χωρίς να ρωτάται το ίδιο.
Οι παράγοντες επηρεασμού εξωγενείς, και συνήθως λόγο ελλιπών γνώσεων του υποκειμένου εκφέρουν απορίες έως φοβίες και ανασφάλειες, αυξάνοντας την ερώτηση προς τον εαυτό του. Καθόλου άσχημα λοιπόν εφόσον η ερώτηση φέρει την συλλογή της πληροφορίας, ώστε να αποθηκεύεται και να επεξεργάζεται συστηματικά, προς αφύπνιση των κενών και αρνητικών σκέψεων. Ναι θαρρώ είναι η δημιουργία νέας γνώσης (κορυφαίας έως άχρηστης κατά το δοκούν) ετούτη που ωθεί την σκέψη, διότι ακόμη και άχρηστη εφαρμόζει τον νόμο της ώθησης τελικά προς το χαμόγελο. Αυτή η δημιουργία λοιπόν είναι το περίφημο ταξίδι προς την εύρεση της στεριάς, είτε ακόμη και προς την εύρεση εκείνου του νησιού, που υπό άλλες συνθήκες (καλλιτεχνικοαισθητικές) ταξιδεύει κι αυτό.
Γιατρικό στην όλη κατάσταση, η αυτοσυγκέντρωση στην ικανότητα διαχείρισης κατά την διάρκεια των αλλαγών σε κάθε μία από αυτές. Σωσίβια υπάρχουν πολλά όπως και ανάσες για τον βυθό, αφήνοντας τις φυσαλίδες να στοχάζονται κι αυτές το δικό τους ταξίδι......


Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

"Μόνο τ' ανέμου η μιλιά"

Το φεγγάρι μισοραγισμένο στο ταξίδι του αφουγραζόταν την θαλπωρή του ορίζοντα και καθώς ήταν πλυμένο από τις τύψεις του, ξώκειλε να γευτεί την ασημένια θάλασσα. Μια θάλασσα που είχε την τιμητική της, κάτι ανάμεσα σε κλάμα και χαμόγελο γιόμησε από τα παιχνιδίσματα του, ώσπου της ξέφυγε η στίλβη του. Την φώναζε η θάλασσα αλλά που, ετούτη βγήκε κι έδεσε στην ρίζα αγαπημένου δέντρου, αρμυρίκι το ελένε οι πλιάτσικοι, μ 'αγέρωχο κορμί, χαραγμένο απ' τ' αγέρα το σφύριγμα, στέκει κι ακούει πότε τον φλοίσβο, πότε το κλάμα του φεγγαριού, πότε τον διάλογο που κούτσαινε πάνω στις χρυσοστόλιστες πατερίτσες του.
Ετούτος ο όρμος χαρακωμένος ως τα πιο στιλπνά του βράχια, καρτερεί απ' το φως του καλοκαιριού, πρώτα απ' εκείνο το σκληρό το μεσημεριάτικο να φέξει ως τις πιο βαθιές κοψιές να ελευθερωθούν τα όνειρα, και μετά απ' τ 'άλλο το πρωιναπογευματιάτικο που βρίσκει τις πληγές χορτάτες να σιγοστάξει δάκρυ.
Γονάτισα κι εγώ να φιλήσω την άμμο, μα την κάψα της την εκράτησε σκόπιμα για τ' Αυγούστου το μελτέμι γιατί λέει τα σωθικά μου δεν θ' αντέξουν τους κόκκους της, αμμοβολή θα γένουν στην ψυχή μου μέχρι ν' αδειάσει την πίκρα της.
Ανάθεμα στις αστραπές που λυγάνε στο φως, πριν δέσουν στις αρμύρας τον σκοπό, κι αφού σιγήσουν τελικά, μένει η θυμωμένη βροχή να προσκαλεί για ποτό το ουράνιο τόξο, μπας και χρωματίσει τις στάλες της κι αναθαρρεύσει το διαυγές χαμόγελο της, σκαρφαλώνοντας στα στιλπνά βράχια αναπαλαιώνοντας τα.

ένα απόγευμα στου "Μπάτη" την αγκαλιά......