Οι μέρες ετούτες
ξακουστές στο καταχείμωνο, ωστόσο εγώ
ζω τις νύχτες. Τούτες λοιπόν είναι οι
λεγόμενες Αλκυονίδες νύχτες, εθισμένες
στον έρωτα, απαράμιλλα διαθέσιμες στα
πλοκάμια της φαντασίας και του πόθου,
σε αντίθεση με τις ημέρες που κυλάνε σε
νηνεμία.
Έρχονται συνεχώς αβίαστα να συν-παρασύρουν το κοινότυπο, να χλευάσουν με γκριμάτσες το υποτιθέμενο σταθερό πρωινό χαμόγελο, να γελοιοποιήσουν την κλειδωμένη αγκαλιά.
Έρχονται συνεχώς αβίαστα να συν-παρασύρουν το κοινότυπο, να χλευάσουν με γκριμάτσες το υποτιθέμενο σταθερό πρωινό χαμόγελο, να γελοιοποιήσουν την κλειδωμένη αγκαλιά.
Νύχτες θέατρο σκιών
από κορμιά φευγάτα στο όνειρο, κρεμασμένα
στην υγρασία των μικρών δεικτών του
ρολογιού, με βλέφαρα σαγηνευτικά ανάκατα
να συλλέγουν ιδρώτα για να γλιστρήσει
το όνειρο να προχωρήσει.
Μα τα κορμιά σφιχτοδεμένα από την φαιά του μυαλού που είναι ένα, παρακάμπτουν την σάρκα και γίνονται αίσθηση, κάτι λιγότερο από καπνός, δεν αναπνέουν δεν αναπνέονται, είναι όμως εκεί στο μυστήριο της θηρεύτρας νυχτιάς, εκείνης που σαμποτάρει την ημέρα, που έκλεψε την καυτή του ήλιου σφραγίδα της, για να μαρκάρει τις ψυχές που γεύονται την φήμη των πιο αλλοπρόσαλλων νυχτών.
Μα τα κορμιά σφιχτοδεμένα από την φαιά του μυαλού που είναι ένα, παρακάμπτουν την σάρκα και γίνονται αίσθηση, κάτι λιγότερο από καπνός, δεν αναπνέουν δεν αναπνέονται, είναι όμως εκεί στο μυστήριο της θηρεύτρας νυχτιάς, εκείνης που σαμποτάρει την ημέρα, που έκλεψε την καυτή του ήλιου σφραγίδα της, για να μαρκάρει τις ψυχές που γεύονται την φήμη των πιο αλλοπρόσαλλων νυχτών.
Τσακ τσακ...έφυγε η πένα
από το χέρι μου σκάζοντας στο ξύλινο
πάτωμα, θυμίζοντας με ότι πρέπει να
ανοίξω τα μάτια και να σφαλίσω το όνειρο
για υστερότερα.
Άργησα κάποια δεύτερα να βγάλω την ανάσα μου, μάλλον με συνεπήρε η σιωπή. Η εσωτερική μου φλυαρία δεν άφησε να αναδυθούν και τα υπόλοιπα μου συναισθήματα. Η καρδιά μου κλειστό κοχύλι που μέσα της μάχονται οι χαρές και οι λύπες. Φευγαλέα στιγμή ήταν, αλλά τελικά την είδα. Την είδα την άνοιξη πριν κοπιάσει για τα καλά. Της πήρα ίσα ίσα δυο κουβέντες, τόσες ώστε με το που σήκωσα τα βλέφαρα είχε εξαφανιστεί.
Άργησα κάποια δεύτερα να βγάλω την ανάσα μου, μάλλον με συνεπήρε η σιωπή. Η εσωτερική μου φλυαρία δεν άφησε να αναδυθούν και τα υπόλοιπα μου συναισθήματα. Η καρδιά μου κλειστό κοχύλι που μέσα της μάχονται οι χαρές και οι λύπες. Φευγαλέα στιγμή ήταν, αλλά τελικά την είδα. Την είδα την άνοιξη πριν κοπιάσει για τα καλά. Της πήρα ίσα ίσα δυο κουβέντες, τόσες ώστε με το που σήκωσα τα βλέφαρα είχε εξαφανιστεί.
Είναι πολυδιάστατο
τελικά το όνειρο. Μέσα σε αυτό αναπνέω,
μέσα σε αυτό ζωγραφίζω το μονοπάτι μου.
Θα ήθελα να έχω κλωτσήσει κάθε στερημένο
χαμόγελο, να το στείλω σε λιβάδι οργωμένο
μήπως και ανθίσει. Είναι το λιβάδι της
λήθης, της λήθης μου. Και η αφέντρα του
λιβαδιού εκεί ανέκφραστη, ατάραχη,
περιμένει να την εζυγώσω.
-Να 'μαι λοιπόν εδώ
μπροστά σου, σιγοψιθυρίζει η ψυχή μου.
-Είμαι η Λήθη, τι σε
έφερε απέναντι μου παλικάρι και πως σε
λένε; απαντάει η ψυχή της.
-Κλέφτη με λένε, Κλέφτη ψυχών....
-Κλέφτη με λένε, Κλέφτη ψυχών....