Τούτο το γνωστό σούρουπο με τυρανούσε από παλιά. Το θυμάμαι απ' τα παιδικά μου σαν τώρα, πάνω στ' ακροθαλάσσι να περιμένω να βγει το ολόγιομο του Αυγούστου ποίημα, καταμεσής της θάλασσας ν' ανάψει το μονοπάτι του να χαθώ. Πολλές φορές ήμουν εκεί απέναντι. Η μνήμη όμως όπως και τότε, με βασανίζει ακόμη στην μοιρασιά της αίσθησης που ήθελα να χαρώ, στην αρχή με φίλους κι αργότερα με μια αγκαλιά μοναδική. Και τούτη η αγκαλιά πολλές φορές ήρθε κι έφυγε, μα ποτέ δε με γιόμισε την αξεπέραστη αυτή νύχτα, μια νύχτα δίχως αύριο, δίχως χθες. Κάτι το έχει η πέτσα μου αυτή τη διαολεμένη νυχτιά και δε λιώνει. Και καθώς συλλογιέμαι το μονοπάτι που ασημίζει απ' το πουθενά, δε μένει παρά μονάχα το όνειρο, η ελπίδα της μετέπειτα χαράς ως σκέψη παρά ως παρών.
Να σου λοιπόν η στίλβη να μου γνέφει. Γονατιστός χαϊδεύω την άκρη της ψηλαφώντας τις μπροστινές κουκκίδες άμμου, κι αφήνω το βλέμμα μου αψηφώντας την μοναξιά, να νιώσει το μονοπάτι της. Θα μουν τυχερός αν τούτη η θαμπάδα στίλβωνε την σκουριασμένη ψυχή μου.
Αυτό είναι, κάθε που ανταμώνω το φέγγος, το φέγγος μου, με όποιο τρόπο κι αν με βλέπει, σε όποια νύχτα κι αν λουφάζει, ο νους μου αναγνωρίζει μόνο το γιόμα τ' Αυγούστου. Και Αύγουστοι ουκ ολίγοι με χαιρέτισαν, μου βγάλανε εισιτήριο δίχως επιστροφή μα ποτέ δεν έφτασε στα χέρια μου. Το μόνο εισιτήριο που έχω, είναι για να φυγαδέψω το όνειρο σε μια ψυχή, σε ένα νησί που ταξιδεύει.