Κάποιες στιγμές έχω την ανάγκη να δω κάτι το εξαιρετικά αγνό. Θα ήθελα να το δω μπροστά μου, ή να κλείσω τα μάτια και να το φανταστώ, ή ακόμη να το δω στο πιο κρυφό μου όνειρο κι ας μη το θυμάμαι.
Συνήθως το αγνό αναφέρεται στο λευκό, εμένα όμως μου πάει το μαύρο. Είναι αυτό που δένει με τον ψυχισμό μου, μόνο και μόνο γιατί είναι το ισόβαρο της νύχτας, μιας νύχτας δίχως άστρα και μπούσουλα, άχρωμης άοσμης άηχης, κενής. Έτσι την έχω ταχτοποιημένη στο νου μου, για να μπορώ να την πλάσω στο καρδιοχτύπι της ξελογιάστρας ρυθμικά.
Ρυθμός, μαγική λέξη, κολακεύει κάθε τι στεγνό, αλλά και καθορίζει τα ανάμεσα άχωρα συναισθήματα για να προβάλει το μετά. Το ουσιώδες ετούτο έναυσμα το μεταδίδω-μεταπαίρνω αλλά και το μεταπερνώ ισορροπημένο στο επτάγραμμο των αισθημάτων, έτσι απλά για να αποδειχθεί ότι ο έρωτας είναι εφτάψυχος, άρα σημαδιακός και ολοκληρωτικά συναισθηματικός.
Στις υπέροχες στιγμές λοιπόν που εξιτάρουν τις αισθήσεις μου, τοποθετώ δυο μάτια μπροστά από τα δικά μου, όχι όποια κι όποια αλλά τα δικά σου μάτια, να δεις να δω. Και κάπου εκεί η κορύφωση της πρώτης αχτίδας, αποστέλλει στην ψυχή το χαμόγελο που της έλειπε τόσο καιρό, το χαμόγελο σου. Προσπαθώ να συλλάβω το χρώμα που δεν υπάρχει πίσω από τα μάτια σου. Είναι διάφανο σαν το νερό που κολυμπάς πριν ξυπνήσεις. Ώστε έτσι μονολογώ, το κρατάς σκόπιμα διάφανο καθάριο, για να το λερώσω γλυκά με τις αισθήσεις μου. Όχι όχι μη ξυπνήσεις, την καλημέρα μου δεν θα την γευτείς πριν φύγω, αφού ακόμη και το όνειρο περιμένει τον ιχνηλάτη που θα σε φέρει στο μονοπάτι της ψυχής μου.
Από μακριά συλλαβίζω το όνομα σου, κι αυτό γίνεται στίχος. Θα ήθελα να με αγγίξεις, όπως οι πρώτες νότες του πρώτου αηδονιού, που ακούσαμε αγκαλιά εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα σαν κόπασε η τρικυμία. Τώρα ξέρω γιατί ζω την νύχτα, αφού τα χρώματα που δεν βλέπω, τα νιώθω μέσα στο μελαχρινό σου καταφύγιο.
Καταφύγιο, λιμάνι, φωλιά, εσάρπα, ένα πλεχτό ζεστασιάς ανοιξιάτικης όμοια με αυτήν που φέρνουν τα αποδημητικά από το νότο. Και η μνήμη να αχρηστεύεται επιλεκτικά, για να άρει τυχόν ραγάδες που θα αφήσουν πίσω τους τα φτερωτά, εκτός κι αν βαφτιστούν εντόπια.
Μνήμη χαμογελαστή συνταξιδιώτισσα στον έρωτα, καθότι η άλλη η αγέλαστη μόνο έχθρα νυμφεύεται.
Κι εσύ είδωλο μου στο κατόπι του έρωτα λυγάς, για να αποτυπώσεις με το φιλί σου το εσωτερικό μου εκμαγείο, να κλέψεις τον κόσμο μου, για να μου τον χαρίσεις όταν σου λείψω, ως διάφανο.
Συνήθως το αγνό αναφέρεται στο λευκό, εμένα όμως μου πάει το μαύρο. Είναι αυτό που δένει με τον ψυχισμό μου, μόνο και μόνο γιατί είναι το ισόβαρο της νύχτας, μιας νύχτας δίχως άστρα και μπούσουλα, άχρωμης άοσμης άηχης, κενής. Έτσι την έχω ταχτοποιημένη στο νου μου, για να μπορώ να την πλάσω στο καρδιοχτύπι της ξελογιάστρας ρυθμικά.
Ρυθμός, μαγική λέξη, κολακεύει κάθε τι στεγνό, αλλά και καθορίζει τα ανάμεσα άχωρα συναισθήματα για να προβάλει το μετά. Το ουσιώδες ετούτο έναυσμα το μεταδίδω-μεταπαίρνω αλλά και το μεταπερνώ ισορροπημένο στο επτάγραμμο των αισθημάτων, έτσι απλά για να αποδειχθεί ότι ο έρωτας είναι εφτάψυχος, άρα σημαδιακός και ολοκληρωτικά συναισθηματικός.
Στις υπέροχες στιγμές λοιπόν που εξιτάρουν τις αισθήσεις μου, τοποθετώ δυο μάτια μπροστά από τα δικά μου, όχι όποια κι όποια αλλά τα δικά σου μάτια, να δεις να δω. Και κάπου εκεί η κορύφωση της πρώτης αχτίδας, αποστέλλει στην ψυχή το χαμόγελο που της έλειπε τόσο καιρό, το χαμόγελο σου. Προσπαθώ να συλλάβω το χρώμα που δεν υπάρχει πίσω από τα μάτια σου. Είναι διάφανο σαν το νερό που κολυμπάς πριν ξυπνήσεις. Ώστε έτσι μονολογώ, το κρατάς σκόπιμα διάφανο καθάριο, για να το λερώσω γλυκά με τις αισθήσεις μου. Όχι όχι μη ξυπνήσεις, την καλημέρα μου δεν θα την γευτείς πριν φύγω, αφού ακόμη και το όνειρο περιμένει τον ιχνηλάτη που θα σε φέρει στο μονοπάτι της ψυχής μου.
Από μακριά συλλαβίζω το όνομα σου, κι αυτό γίνεται στίχος. Θα ήθελα να με αγγίξεις, όπως οι πρώτες νότες του πρώτου αηδονιού, που ακούσαμε αγκαλιά εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα σαν κόπασε η τρικυμία. Τώρα ξέρω γιατί ζω την νύχτα, αφού τα χρώματα που δεν βλέπω, τα νιώθω μέσα στο μελαχρινό σου καταφύγιο.
Καταφύγιο, λιμάνι, φωλιά, εσάρπα, ένα πλεχτό ζεστασιάς ανοιξιάτικης όμοια με αυτήν που φέρνουν τα αποδημητικά από το νότο. Και η μνήμη να αχρηστεύεται επιλεκτικά, για να άρει τυχόν ραγάδες που θα αφήσουν πίσω τους τα φτερωτά, εκτός κι αν βαφτιστούν εντόπια.
Μνήμη χαμογελαστή συνταξιδιώτισσα στον έρωτα, καθότι η άλλη η αγέλαστη μόνο έχθρα νυμφεύεται.
Κι εσύ είδωλο μου στο κατόπι του έρωτα λυγάς, για να αποτυπώσεις με το φιλί σου το εσωτερικό μου εκμαγείο, να κλέψεις τον κόσμο μου, για να μου τον χαρίσεις όταν σου λείψω, ως διάφανο.