Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

"Διάφανος"

Κάποιες στιγμές έχω την ανάγκη να δω κάτι το εξαιρετικά αγνό. Θα ήθελα να το δω μπροστά μου, ή να κλείσω τα μάτια και να το φανταστώ, ή ακόμη να το δω στο πιο κρυφό μου όνειρο κι ας μη το θυμάμαι.
Συνήθως το αγνό αναφέρεται στο λευκό, εμένα όμως μου πάει το μαύρο. Είναι αυτό που δένει με τον ψυχισμό μου, μόνο και μόνο γιατί είναι το ισόβαρο της νύχτας, μιας νύχτας δίχως άστρα και μπούσουλα, άχρωμης άοσμης άηχης, κενής. Έτσι την έχω ταχτοποιημένη στο νου μου, για να μπορώ να την πλάσω στο καρδιοχτύπι της ξελογιάστρας ρυθμικά.
Ρυθμός, μαγική λέξη, κολακεύει κάθε τι στεγνό, αλλά και καθορίζει τα ανάμεσα άχωρα συναισθήματα για να προβάλει το μετά. Το ουσιώδες ετούτο έναυσμα το μεταδίδω-μεταπαίρνω αλλά και το μεταπερνώ ισορροπημένο στο επτάγραμμο των αισθημάτων, έτσι απλά για να αποδειχθεί ότι ο έρωτας είναι εφτάψυχος, άρα σημαδιακός και ολοκληρωτικά συναισθηματικός.
Στις υπέροχες στιγμές λοιπόν που εξιτάρουν τις αισθήσεις μου, τοποθετώ δυο μάτια μπροστά από τα δικά μου, όχι όποια κι όποια αλλά τα δικά σου μάτια, να δεις να δω. Και κάπου εκεί η κορύφωση της πρώτης αχτίδας, αποστέλλει στην ψυχή το χαμόγελο που της έλειπε τόσο καιρό, το χαμόγελο σου. Προσπαθώ να συλλάβω το χρώμα που δεν υπάρχει πίσω από τα μάτια σου. Είναι διάφανο σαν το νερό που κολυμπάς  πριν ξυπνήσεις. Ώστε έτσι μονολογώ, το κρατάς σκόπιμα διάφανο καθάριο, για να το λερώσω γλυκά με τις αισθήσεις μου. Όχι όχι μη ξυπνήσεις, την καλημέρα μου δεν θα την γευτείς πριν φύγω, αφού ακόμη και το όνειρο περιμένει τον ιχνηλάτη που θα σε φέρει στο μονοπάτι της ψυχής μου.
Από μακριά συλλαβίζω το όνομα σου, κι αυτό γίνεται στίχος. Θα ήθελα να με αγγίξεις, όπως οι πρώτες νότες του πρώτου αηδονιού, που ακούσαμε αγκαλιά εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα σαν κόπασε η τρικυμία. Τώρα ξέρω γιατί ζω την νύχτα, αφού τα χρώματα που δεν βλέπω, τα νιώθω μέσα στο μελαχρινό σου καταφύγιο.
Καταφύγιο, λιμάνι, φωλιά, εσάρπα, ένα πλεχτό ζεστασιάς ανοιξιάτικης όμοια με αυτήν που φέρνουν τα αποδημητικά από το νότο. Και η μνήμη να αχρηστεύεται επιλεκτικά, για να άρει τυχόν ραγάδες που θα αφήσουν πίσω τους τα φτερωτά, εκτός κι αν βαφτιστούν εντόπια.
Μνήμη χαμογελαστή συνταξιδιώτισσα στον έρωτα, καθότι η άλλη η αγέλαστη μόνο έχθρα νυμφεύεται.
Κι εσύ είδωλο μου στο κατόπι του έρωτα λυγάς, για να αποτυπώσεις με το φιλί σου το εσωτερικό μου εκμαγείο, να κλέψεις τον κόσμο μου, για να μου τον χαρίσεις όταν σου λείψω, ως διάφανο.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

"Νυχτιάς κρίνα"

Τα ανοιξιάτικα βράδια φιλοξενούν την ανασφάλεια της ημέρας, κι ύστερα καταλήγοντας στο μεταίχμιο της αυγής στάζουν δάκρυα που θα τα νιώσει η μέρα θα ποτιστεί κι αν έχει την πνοή των κρυφών πόθων θ'ανθίσει.
Παρόλα αυτά εκείνο που βλέπω ν'ανθίζει είναι η μεταβλητότητα της ψυχικής διάθεσης, καθώς κονταροχτυπιέται με τα ασταθή καιρικά χάδια της εποχής, φτιάχνοντας έναν καμβά που ο καθένας θα ζωγραφίσει με τις δικές του χρωματικές και μη σκέψεις.
Παίρνει λοιπόν η ψυχή το πινέλο της, στύβει τα χρώματα που της απέμειναν και φτιάχνει κάτι περίεργα αφηρημένο, με εκτόπισμα ευλύγιστου συναισθήματος και θέσεις αναμονής για αποταμίευση γιατρικού, που θα χρειαστεί σε κάθε χαρακιά γραμμένη από το μελάνι του έρωτα.
Γυρνάω κι εγώ τον καμβά ανάποδα και τι να δω, η αγάπη φλερτάρει με τον έρωτα, η λογική με το πάθος κι όλα μαζί βασανίζουν ασταμάτητα την ψυχή, την βιάζουν την χαϊδεύουν την δροσίζουν την καίνε την κλωτσάνε την φιλούν την ματώνουν την αγκαλιάζουν.
Πάντα είχα μια αδυναμία στα ανοιξιάτικα κρίνα. Είναι η ίδια αδυναμία που αυγατίζει τον γρίφο της μέθης για την λύτρωση των άκρων. Ωστόσο καθώς τα βλέπω να ζωντανεύουν στον πρωινό ήλιο με την πάχνη να μαλακώνει τους έντονους χρωματικούς τόνους, συλλαμβάνω την αίσθηση ότι το άρωμα είναι το άγγιγμα της πιο θερμής πρωινής αχτίδας στην καρδιά που ψάχνει τον χιτώνα της.
Όσο σπουδαίο το άγγιγμα της φύσης, άλλο τόσο και το αέναο της ψυχής, τούτο το χορταστικό πήγαινε έλα στους νόμους του χάους.
Και οι καρποί της αναζήτησης είναι που με κάνουν να μεταμφιέζομαι σε φυσαλίδα από το αλφάδι του έρωτα, μη μπορώντας να ισορροπήσω στις μουσκεμένες από το δάκρυ ψυχές, που βιώνουν τον πόνο με ένα χαμόγελο ή με ένα καυτό χάδι, ή άλλοτε πάλι με μια λέξη που κυλά ίσαμε τις ρωγμές των χειλιών και δεν ελευθερώνεται στο φως να πετάξει να χαθεί.
Πόνος εκούσιος απίστευτα εθιστικός αλλά αντρίκιος, πόνος βράχος σκαμμένος από την τρικυμία της άνοιξης, ηλιοκαμένος από την λάμψη τούτων των ανοιξιάτικων λουλουδιών, που καρτερούν το χέρι που δεν θα τα κόψει.....