Ξεστράτισε
ο κρύος αγέρας και γύρισε στα μέρη μας να πάρει ότι ζέστη μας απέμεινε
στην ψυχή. Όχι προσωπικά δεν θα του κάμω την χάρη. Ο καθένας έχει μια
φλογίτσα μέσα του που την κρατά αναμμένη για τις δύσκολες ώρες, για να
φωτίσει τα σκοτάδια του, να ζεστάνει την όποια αγκαλιά του απέμεινε, να
στεγνώσει τα δάκρυα όταν κυλάνε απ' τις πληγές, να...
Η φλόγα είναι η μαγιά του καλοκαιριού στο καταχείμωνο, είναι το δόλωμα της ημέρας για να φυλακίσει την νύχτα, το απαλό χάδι του πόθου στον έρωτα, το ανθισμένο νυχτολούλουδο στην καρδιά του μεσημεριού, είναι το είδωλο δίχως καθρέπτη, είναι...
Όχι λοιπόν κύριε αγέρα, δεν σου δίνω την φλόγα μου, μπορείς να πάρεις οτιδήποτε άλλο.
Να πάρε το μοναχικό μου βλέμμα το άδολο, που συλλαμβάνει τις αχτίδες σαν παλιό φιλμ σέπιας στο μυαλό, κάθε πρωιναπόγευμα κάπου εκεί στο μεταίχμιο του ημίφους. Άλλες φορές θολό, άλλες λαμπερό, άλλες στερημένο, άλλες χορτάτο μα πάνδα αγνό, πάρε το σου λέγω δεν με πειράζει, θα βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου.
Δε σου κάμει ; Ε να τότε, πάρε το φιλί μου, δισύλλαβο αλλόκοτο που σκορπά αλλότριες υποσχέσεις σε υγρά υποταγμένα χείλη, καημός ανάρπαστος, φιλήδονη δαγκωματιά στο γείσο καυτού χαμόγελου, λυσσασμένος χείμαρρος στην κάψα της ερήμου, οιωνός ευπρόσδεκτος στην καθημερινή σιέστα, πάρε το απλόχερα σου λέγω, θα φιλώ με την αισθαντικότητα της καρδιάς μου.
Και μη μου πεις ότι δε σου κάμει κι αυτό ; Ε τότε πάρε την αγκαλιά μου, τρανή γέφυρα όπου περνούν μαγεμένες οι ψηλοκάπουλες κορασίδες, ατίθασες με αλαβάστρινα ματόκλαδα και ορφανεμένες ρώγες, σαλεμένες απ' το ραβδί της νυχτιάς, να αναβοσβήνουν το διχτυωτό τους χαμόγελο και να κροτούν τις γόβες τους στο σκυθρωπό πλακόστρωτο, ανακατώνοντας τα πεσμένα χρυσόφυλλα, πάρε την σου λέγω, θα αγκαλιάζω με το συναίσθημα όπου έχω βαθιά μέσα μου.
Μήτε κι αυτή σου κάμει ; Ε τότε να σου δώσω την λαλιά μου τους ήχους μου τις λέξεις μου, ολάκερο οπλοστάσιο καλά κρυμμένο σε αθίγγανο τσαντίρι, εποχούμενη βιβλιοθήκη με νοήματα και λεξικά και γραμματικές και τόμους ολόδετους με ρυτίδες αιώνιου σφιξίματος, να μπαινοβγαίνουν στα εσώψυχα σαν τον αγέρα στις ταλαιπωρημένες κουφάλες υπεραιωνόβιων πλατύφυλλων.
Αγέρα είπα ; δηλαδή σαν κι εσένα να μπαινοβγαίνεις μέσα μου δίχως τσίπα και ύστερα να έρχεσαι και να μου ζητάς το κάτι τις ;
Τελικά είσαι πολύ αδύναμος για μένα, τελικά το μόνο που καταφέρνεις είναι να δίνεις πνοή στα όνειρα μου μήπως και πετάξουν, μήπως και τα πάρεις μακριά εκεί που ζεις, στο πουθενά, ίσως τελικά να ήρθες γι' αυτό, ίσως.....
Η φλόγα είναι η μαγιά του καλοκαιριού στο καταχείμωνο, είναι το δόλωμα της ημέρας για να φυλακίσει την νύχτα, το απαλό χάδι του πόθου στον έρωτα, το ανθισμένο νυχτολούλουδο στην καρδιά του μεσημεριού, είναι το είδωλο δίχως καθρέπτη, είναι...
Όχι λοιπόν κύριε αγέρα, δεν σου δίνω την φλόγα μου, μπορείς να πάρεις οτιδήποτε άλλο.
Να πάρε το μοναχικό μου βλέμμα το άδολο, που συλλαμβάνει τις αχτίδες σαν παλιό φιλμ σέπιας στο μυαλό, κάθε πρωιναπόγευμα κάπου εκεί στο μεταίχμιο του ημίφους. Άλλες φορές θολό, άλλες λαμπερό, άλλες στερημένο, άλλες χορτάτο μα πάνδα αγνό, πάρε το σου λέγω δεν με πειράζει, θα βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου.
Δε σου κάμει ; Ε να τότε, πάρε το φιλί μου, δισύλλαβο αλλόκοτο που σκορπά αλλότριες υποσχέσεις σε υγρά υποταγμένα χείλη, καημός ανάρπαστος, φιλήδονη δαγκωματιά στο γείσο καυτού χαμόγελου, λυσσασμένος χείμαρρος στην κάψα της ερήμου, οιωνός ευπρόσδεκτος στην καθημερινή σιέστα, πάρε το απλόχερα σου λέγω, θα φιλώ με την αισθαντικότητα της καρδιάς μου.
Και μη μου πεις ότι δε σου κάμει κι αυτό ; Ε τότε πάρε την αγκαλιά μου, τρανή γέφυρα όπου περνούν μαγεμένες οι ψηλοκάπουλες κορασίδες, ατίθασες με αλαβάστρινα ματόκλαδα και ορφανεμένες ρώγες, σαλεμένες απ' το ραβδί της νυχτιάς, να αναβοσβήνουν το διχτυωτό τους χαμόγελο και να κροτούν τις γόβες τους στο σκυθρωπό πλακόστρωτο, ανακατώνοντας τα πεσμένα χρυσόφυλλα, πάρε την σου λέγω, θα αγκαλιάζω με το συναίσθημα όπου έχω βαθιά μέσα μου.
Μήτε κι αυτή σου κάμει ; Ε τότε να σου δώσω την λαλιά μου τους ήχους μου τις λέξεις μου, ολάκερο οπλοστάσιο καλά κρυμμένο σε αθίγγανο τσαντίρι, εποχούμενη βιβλιοθήκη με νοήματα και λεξικά και γραμματικές και τόμους ολόδετους με ρυτίδες αιώνιου σφιξίματος, να μπαινοβγαίνουν στα εσώψυχα σαν τον αγέρα στις ταλαιπωρημένες κουφάλες υπεραιωνόβιων πλατύφυλλων.
Αγέρα είπα ; δηλαδή σαν κι εσένα να μπαινοβγαίνεις μέσα μου δίχως τσίπα και ύστερα να έρχεσαι και να μου ζητάς το κάτι τις ;
Τελικά είσαι πολύ αδύναμος για μένα, τελικά το μόνο που καταφέρνεις είναι να δίνεις πνοή στα όνειρα μου μήπως και πετάξουν, μήπως και τα πάρεις μακριά εκεί που ζεις, στο πουθενά, ίσως τελικά να ήρθες γι' αυτό, ίσως.....