Το
φεγγάρι μισοραγισμένο στο ταξίδι του αφουγραζόταν την θαλπωρή του
ορίζοντα και καθώς ήταν πλυμένο από τις τύψεις του, ξώκειλε να γευτεί
την ασημένια θάλασσα. Μια θάλασσα που είχε την τιμητική της, κάτι
ανάμεσα σε κλάμα και χαμόγελο γιόμησε από τα παιχνιδίσματα του, ώσπου
της ξέφυγε η στίλβη του. Την φώναζε η θάλασσα αλλά που, ετούτη βγήκε κι
έδεσε στην ρίζα αγαπημένου δέντρου,
αρμυρίκι το ελένε οι πλιάτσικοι, μ 'αγέρωχο κορμί, χαραγμένο απ' τ'
αγέρα το σφύριγμα, στέκει κι ακούει πότε τον φλοίσβο, πότε το κλάμα του
φεγγαριού, πότε τον διάλογο που κούτσαινε πάνω στις χρυσοστόλιστες
πατερίτσες του.
Ετούτος ο όρμος χαρακωμένος ως τα πιο στιλπνά του βράχια, καρτερεί απ' το φως του καλοκαιριού, πρώτα απ' εκείνο το σκληρό το μεσημεριάτικο να φέξει ως τις πιο βαθιές κοψιές να ελευθερωθούν τα όνειρα, και μετά απ' τ 'άλλο το πρωιναπογευματιάτικο που βρίσκει τις πληγές χορτάτες να σιγοστάξει δάκρυ.
Γονάτισα κι εγώ να φιλήσω την άμμο, μα την κάψα της την εκράτησε σκόπιμα για τ' Αυγούστου το μελτέμι γιατί λέει τα σωθικά μου δεν θ' αντέξουν τους κόκκους της, αμμοβολή θα γένουν στην ψυχή μου μέχρι ν' αδειάσει την πίκρα της.
Ανάθεμα στις αστραπές που λυγάνε στο φως, πριν δέσουν στις αρμύρας τον σκοπό, κι αφού σιγήσουν τελικά, μένει η θυμωμένη βροχή να προσκαλεί για ποτό το ουράνιο τόξο, μπας και χρωματίσει τις στάλες της κι αναθαρρεύσει το διαυγές χαμόγελο της, σκαρφαλώνοντας στα στιλπνά βράχια αναπαλαιώνοντας τα.
ένα απόγευμα στου "Μπάτη" την αγκαλιά......
Ετούτος ο όρμος χαρακωμένος ως τα πιο στιλπνά του βράχια, καρτερεί απ' το φως του καλοκαιριού, πρώτα απ' εκείνο το σκληρό το μεσημεριάτικο να φέξει ως τις πιο βαθιές κοψιές να ελευθερωθούν τα όνειρα, και μετά απ' τ 'άλλο το πρωιναπογευματιάτικο που βρίσκει τις πληγές χορτάτες να σιγοστάξει δάκρυ.
Γονάτισα κι εγώ να φιλήσω την άμμο, μα την κάψα της την εκράτησε σκόπιμα για τ' Αυγούστου το μελτέμι γιατί λέει τα σωθικά μου δεν θ' αντέξουν τους κόκκους της, αμμοβολή θα γένουν στην ψυχή μου μέχρι ν' αδειάσει την πίκρα της.
Ανάθεμα στις αστραπές που λυγάνε στο φως, πριν δέσουν στις αρμύρας τον σκοπό, κι αφού σιγήσουν τελικά, μένει η θυμωμένη βροχή να προσκαλεί για ποτό το ουράνιο τόξο, μπας και χρωματίσει τις στάλες της κι αναθαρρεύσει το διαυγές χαμόγελο της, σκαρφαλώνοντας στα στιλπνά βράχια αναπαλαιώνοντας τα.
ένα απόγευμα στου "Μπάτη" την αγκαλιά......