Ένα
ταξίδι αισθαντικό είχε στηθεί πρότερα του ονείρου, στης ψυχής το
σαστισμένο ανοιξιάτικο ανθοχώραφο, προσμένοντας την ανεμόσκαλα του
χρόνου να ξετυλιχθεί από τα γκριζογάλαζα συννεφάκια ως τα κάτω στις
πονεμένες μας χειμωνιάτικες πατούσες, να μας τραβήξει απάνω από τα κάτω
μας.
Κι όπως ωριμάζει ο σφυγμός του ανθού, έσταξε αχτίδα το όνειρο και πάλεψε πιο γρήγορα την κρυψώνα του, να βγει ώξω να αποθανατίσει την ελευθερία των αισθήσεων και τ'αρώματα της άγνωστης στιγμής
μέθυσα ωρίμασα
δεν έκλαψα λιγότερο από σε
το όνειρο συντροφιά και βέργα
ξώβεργα μοναχιά στου λιμανιού το έμπα
βαλσαμωμένο νυχτολούλουδο
αφήνω το δάκρυ μου σβηστό
στο φλοίσβο να μεθύσει
κι ο φλοίσβος δάκρυ αγιάτρευτο
να ξεδιψά ο έρως
Καθισμένοι καταμεσής της άρμης, φύκια, αχιβάδες, μέλισσες χορταίνουν με την αίσθηση της ύπαρξης του καθενός και ολονών συνάμα, ξέχωρα απ'το όνειρο μα και μέσα σ'αυτό, ερμηνεύοντας την ευφορία της δροσερής ψυχής ως απαύγασμα γιατρειάς από αγιάτρευτη νόσο ταλαντούχα όσο και μια παρόρμηση αντίθετη του φωτός.
Έλυσα κάβους ορφανούς πριν η φυσαλίδα αναδυθεί στον ορίζοντα και την άκουσα να σκάει ένα χαμόγελο αρμυρένιο, ετούτο το λιόγερμα που υποκλείθηκε ο χρόνος στην στιγμή και λύγισε ο ήλιος για να αδειάσει πάνω μας τα πιο ερωτικά του χρώματα, φάρμακο για τα μάτια της ψυχής μας στράτα μυαλού και δώρο αγάλης αρχοντικού παραμυθιού
τα φτερά μου τα ένιωσες
στην σιγή και στον πόνο
στην ουτοπία και στ'όνειρο
τα άπλωσα στον φλοίσβο
να μου τα πλύνεις
με το δάκρυ σου
ίσως πετάξουν τότες
αγέρας τα χνώτα σου
δεν σβήνει το κερί
μόνο δυναμώνει την φλόγα
μέσα από το τριαντάφυλλο
είναι κόκκινη
Η νύχτα έφτασε μα δεν την είδαμε, την νιώσαμε την δώσαμε στο τυπογραφείο της ψυχής να γίνει ποίημα, νήμα ιστού αράχνης να πιαστούμε όλοι αγκαλιά παρέα
παρέα αραχνοϋφαντη
μετάξι ψυχής
λακωνικό δίχτυ δακρύων
παγωμένων ηφαιστείων
ανάποδα έζησα τον χρόνο
στιγμή μου αγιάτρευτη
Κι όπως ωριμάζει ο σφυγμός του ανθού, έσταξε αχτίδα το όνειρο και πάλεψε πιο γρήγορα την κρυψώνα του, να βγει ώξω να αποθανατίσει την ελευθερία των αισθήσεων και τ'αρώματα της άγνωστης στιγμής
μέθυσα ωρίμασα
δεν έκλαψα λιγότερο από σε
το όνειρο συντροφιά και βέργα
ξώβεργα μοναχιά στου λιμανιού το έμπα
βαλσαμωμένο νυχτολούλουδο
αφήνω το δάκρυ μου σβηστό
στο φλοίσβο να μεθύσει
κι ο φλοίσβος δάκρυ αγιάτρευτο
να ξεδιψά ο έρως
Καθισμένοι καταμεσής της άρμης, φύκια, αχιβάδες, μέλισσες χορταίνουν με την αίσθηση της ύπαρξης του καθενός και ολονών συνάμα, ξέχωρα απ'το όνειρο μα και μέσα σ'αυτό, ερμηνεύοντας την ευφορία της δροσερής ψυχής ως απαύγασμα γιατρειάς από αγιάτρευτη νόσο ταλαντούχα όσο και μια παρόρμηση αντίθετη του φωτός.
Έλυσα κάβους ορφανούς πριν η φυσαλίδα αναδυθεί στον ορίζοντα και την άκουσα να σκάει ένα χαμόγελο αρμυρένιο, ετούτο το λιόγερμα που υποκλείθηκε ο χρόνος στην στιγμή και λύγισε ο ήλιος για να αδειάσει πάνω μας τα πιο ερωτικά του χρώματα, φάρμακο για τα μάτια της ψυχής μας στράτα μυαλού και δώρο αγάλης αρχοντικού παραμυθιού
τα φτερά μου τα ένιωσες
στην σιγή και στον πόνο
στην ουτοπία και στ'όνειρο
τα άπλωσα στον φλοίσβο
να μου τα πλύνεις
με το δάκρυ σου
ίσως πετάξουν τότες
αγέρας τα χνώτα σου
δεν σβήνει το κερί
μόνο δυναμώνει την φλόγα
μέσα από το τριαντάφυλλο
είναι κόκκινη
Η νύχτα έφτασε μα δεν την είδαμε, την νιώσαμε την δώσαμε στο τυπογραφείο της ψυχής να γίνει ποίημα, νήμα ιστού αράχνης να πιαστούμε όλοι αγκαλιά παρέα
παρέα αραχνοϋφαντη
μετάξι ψυχής
λακωνικό δίχτυ δακρύων
παγωμένων ηφαιστείων
ανάποδα έζησα τον χρόνο
στιγμή μου αγιάτρευτη